- ευρετικός
- η , ό[ν] 1. изобретательный, находчивый;2. (η ) собирание исторических документов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὑρετικός — inventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρετικός — ή, ό (ΑΜ εὑρετικός, ή, όν) [ευρετής] ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ευρετική επιστημονική… … Dictionary of Greek
εὑρετικά — εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc pl εὑρετικά̱ , εὑρετικός inventive fem nom/voc/acc dual εὑρετικά̱ , εὑρετικός inventive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικώτερον — εὑρετικός inventive adverbial comp εὑρετικός inventive masc acc comp sg εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικῶν — εὑρετικός inventive fem gen pl εὑρετικός inventive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικόν — εὑρετικός inventive masc acc sg εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικαί — εὑρετικός inventive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικοῖς — εὑρετικός inventive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικοί — εὑρετικός inventive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικούς — εὑρετικός inventive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικωτέρους — εὑρετικός inventive masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)